οξυγονικός

οξυγονικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οξυγόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxygenic (< οξυγόνο). Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θ. Ηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”